- αιγοβάτης
- αἰγοβάτης, ο (Α)ο βατευτής αιγών, αιγιβάτης* (λέγεται και για γιδοβοσκόΑνθ. Παλ. 12, 41).[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + -βάτης < βαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰγοβάταις — αἰγοβάτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγοβάταν — αἰγοβάτᾱν , αἰγοβάτης masc acc sg (epic doric aeolic) αἰγοβάτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek